Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019

ΘΕΕ ΜΟΥ ΤΡΙΣΥΠΟΣΤΑΤΕ


Θεέ μου Τρισυπόστατε, ευσπλαχνικέ Πατέρα,
 προστάτεψε τα τέκνα Σου τη νύχτα και τη μέρα.
Από την πτώση της ψυχής κι από τη συμφορά,
που προκαλεί μες τη ζωή η πλάνη του σατανά.
Εσύ που δίνεις τη ζωή, σκορπάς την ευτυχία,
χαρίζεις τη σωματικά και ψυχική υγεία.
Εσύ που δημιούργησες τα πάντα εν σοφία
 κι ευφραίνεσαι ακούγοντας ύμνους, δοξολογία.
Εσύ που έπλασες ημάς κατ’ εικόνα ιδική Σου,
 στείλε Πατρική στοργή και σώσε το παιδί Σου.
Σώσε μας απ’ το ράπισμα που ρίχνει ο εχθρός,
να Σε δοξάσει και η γη όπως ο ουρανός.
Μετά από την πτώση του το εωσφορικό το τάγμα
 άρχισε εις τον άνθρωπο ν’ ανοίγει μέγα τραύμα.
Άρχισε δηλητήριο να ρίχνει στην ψυχή,
να σταματήσει να υμνεί Τριαδική Αρχή.
Μας γέμισε μ’ αμαρτία και με υπερηφάνεια
 και θέλει να μας ρίξει στο χάος, στην αφάνεια.
Θέλει να αφαιρέσει κάθε χαρά δική Σου
και κάθε ένα στολίδι που έδωσες στο παιδί Σου.
Θέλεο να σταματήσει ο κόσμος να πιστεύει
 εις τη δική Σου ύπαρξη κι αυτός να κυριεύει.
Θέλει να μας σβήσει το φως και τη ζωή,
 στο σκότος να μας ρίξει και στην καταστροφή.
Τα νύχια του έχει μπήξει με μίσος φοβερό,
 θέλει να χωριστούμε από Εσένα το Θεό.
Θέλει να υπακούσουμε στο νόμο το δικό του,
στο σκότος να βαδίζουμε, προς το βασίλειό του.
Θέλει η ψυχή να δικαστεί στη φοβερή την κρίση
και την αιώνια ζωή αυτή να μην κερδίσει.
Τον κόσμο τον εγέμισε με ψεύτικη θεωρία,
 πως δεν υπάρχει άλλη ζωή κι Αιώνια Βασιλεία.
Κι όταν το σώμα χωριστεί, Κύριε, απ’ την ψυχή,
 τα πάντα τότε σβήνουν και χάνεται η ζωή.
Κι ο κόσμος τον ακολουθεί, αυτόν έχει πιστέψει,
 σ’ Εσένα τον Δημιουργό το πρόσωπο έχει αποστρέψει.
Μην ξέροντας πως πιάστηκαν στου πλάνου την τσιμπίδα
 κι ότι η πληγή τους άνοιξε με τρομερή λεπίδα
 κι αιμορραγεί και χάνεται κάθε αληθινό
 κι επικρατεί διαρκής ψευτιά και κάθετι σαπρό.
Ο κόσμος όλος γέμισε σκοτάδι και βρωμιά,
που έχει πέσει απ’ τον εχθρό, τον πλάνο σατανά.
Μα Συ ο Πολυεύσπλαχνος και στοργικός Πατέρας,
κάνε ν’ απαλλαγει η ψυχή για πάντα από το τέρας.
Κάνε να γυρίσουμε σ’ Εσέ κι όλοι να σωθούμε
και μέσα στη Βασιλεία Σου μαζί Σου να βρεθούμε.
Κι αιωνίως ψέλνοντας ύμνους Τριάς Αγία,
Εσένα να δοξάζουμε και Μάνα Παναγία.
Τη γέφυρα που ένωσε τη γη μα τον ουρανό
 κι έφερε τον άνθρωπο κοντά με το Θεό.

ΝΑ ΜΕ ΚΑΛΕΣΕΙΣ ΛΑΧΤΑΡΩ ΣΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ


Εις τον Νυμφώνα Σου, Χριστέ, θέλω για να εισέλθω,
με δάκρυα μετάνοιας τους πόδας Σου να βρέξω.
Σαν τον τελώνη, Κύριε, σαν την αιμορροούσα,
 να ανυψώσω την ψυχή, ψυχή μου την πεσούσα.
Της χάριτος την ευωδιά κοντά Σου ν’ ανασαίνω
και θείους δρόμους λατρευτούς πλάι Σου να διαβαίνω.
Γλυκέ ραββί να στέκομαι, ν’ ακούω τη φωνή Σου,
τη θεία διδασκαλία Σου, να βλέπω τη μορφή Σου.
Τη λάμψη της θεότητος όταν μιλάς για αγάπη,
υπομονή, ταπείνωση και διώχνεις την απάτη.
Τα κάλλη τα ουράνια στον κόσμο όταν μοιράζεις,
 πως καθαρίζεις τις ψυχές και πως τις αγιάζεις.
Εσύ, Δεσπότη του παντός, Μεγάλε Βασιλιά μου,
δέξου μου την επιστροφή Πατέρα τη δικιά μου.
Δέξου με ωσάν τον άσωτο, την πόρνη, τον τελώνη,
κάνε με να κρατώ γερά της πίστης το τιμόνι.
Επιτεθήκαν οι εχθροί και μ’ έχουν πληγωμένο
και με πετάξαν μ’ απονιά και μισοπεθαμένο.
Μα περιμένω να φανείς καλέ μου Σαμαρείτη,
να μου γιατρέψεις τις πληγές, Εσύ θείε μαγνήτη.
Την ευκαιρία δώσε μου για να μετανοήσω,
σαν τον Ζακχαίο, Κύριε, έλεος να ζητήσω.
Κάνε με διά του νοός να ‘χω επικοινωνί
 μ’ Εσέ,γλυκύτατε Ιησού, με Εσέ Μεσσία.
Να με καλέσεις λαχταρώ στο δείπνο το δικό Σου
 και να με βάλεις, Κύριε, μάσα στο ποίμνιό Σου.
Μην απορρίψεις Δέσποτα αυτή την προσευχή μου,
 μα σαν Πατέρας στοργικός γλύκανε την ψυχή μου.
Να χαίρομαι αιώνια με τ’ άλλα τα παιδιά Σου,
 τα δώρα Σου τα θεϊκά και τ’ άφθαρτα αγαθά Σου.

ΕΛΕΗΣΕ ΜΑΣ ΚΥΡΙΕ


Αγχώδης και περίπληκη, γεμάτη υποκρισία,
γεμάτη βούρκο και βρωμιά, πλάνη κι αμαρτία,
 ζωή με δίχως νόμα, χωρίς ιδανικά,
δοσμένη σώμα και ψυχή στον πλάνο σατανά.
Στη γη εκαρποφόρησε το μίσος και το ψέμα
 κι ο σύνδουλός σου σε κοιτά μ’ αγριεμένο βλέμμα,
θέλει αν είναι δυνατόν να σε κατασπαράξει
 και τη γαλήνη της ψυχής να σου την ταράξει.
Θέλει το δηλητήριο μες στη ζωή να ρίξει,
στον πόνο και την συμφορά με μίσος να την πνίξει.
Θεό δε λογαριάζει πια, γελάει και τον υβρίζει
 κι όταν τον παρατηρείς σαν το θεριό μουγκρίζει.
Θαρρείς πως έστεισε πυρά στον Πλάστη και Θεό του,
 μα δε γνωρίζει ο δυστυχής πως είναι για το κακό του.
Δεν ξέρει ο ταλαίπωρος, δε θέλει να πιστέψει
πως θα τον βρουν καταστροφές, γι αυτό να επιστρέψει.
 Σ’ Εσέ, Σωτήρα μου, σ’ Εσένανε Ποιμένα
 και τα αγκάθια της βρωμιάς να βγάλει ένα ένα.
Να μη μπορεί να αισθανθεί εις την ψυχή γαλήνη,
 χαρά κι ανακούφιση, να φύγει η σκοτοδίνη.
Να μη μπορεί ν’ απαλλαγεί από τη δυστυχία,
να τον σκεπάσει στοργικά η Μάνα Παναγία.
Να μη μπορεί συμμέτοχος στο φως του Παραδείσου,
παρά αιώνια να κλειστεί στο χάος της αβύσσου.
Να μη μπορεί να Σε υμνεί απ’ τον εγωισμό του,
 να μην ομολογεί τον Πλάστη και Θε’ο του.
Σ’ αυτή την καταδίκη μας, σ’ αυτή τη συμφορά μας,
 ρίξε τα δίχτυα Σου Χριστέ, πιάσε μας Βασιλιά μας.
Ρίξε το θείο Πνεύμα Σου, το σκότος να σκορπίσει
και κάθε αμαρτωλή ψυχή κοντά Σου να γυρίσει.
Κάνε να φύγει από εμάς το χάος, η βρωμιά
 και να Σ’ ομολογούμε με καθαρή καρδιά.
Κάνε από τις ίνες Σου γερά να κρατηθούμε,
με φως Σου να λουζόμαστε, να μην απωλεσθούμε.
Από τις ίνες Σου, Χριστέ, τις πνευματικές,
 που ανεβάζουνε ψηλά τις καθαρές ψυχές,
αυτές που καθαρίζεις μ’ αγάπη και στοργή
 κι έρχονται προς τον Θεό, Τριαδική Αρχή.
Κάνε Πατέρα του φωτός την κάθεμια ψυχή,
αιώνια να χαίρεται στην άλλη τη ζωή.

Άγιος, Άγιος, Άγιος ο Θεός, ο Υπάρχων, ο Ων, Δημιουργός κτιστών κι αοράτων κι ορατών. Υπάρχω ο Θεός, υπάρχω το φως, Πατέρας και Ποιμένας, Φωστήρ, Ζωοποιός, Λυτρωτής, Χορηγός της Ζωής, λείαν καλώς εποίησα, πάντα προς υπηρεσίαν του ανθρώπου, του Υιού του Θεού, που κατ’ εικόνα κι ομοίωση τελεί. Που εστί η ευχαριστία, που η ευγνωμοσύνη, που η αγάπη και η δοξολογία; Αδάμ, Αδάμ, φώναξα «που ει; Διατί εκρύβης; Τι έκανες; Και περίμενα ο Ποιητής των πάντων, να είπη και ήμαρτον, συγχώρεσέ με» κι εδόθη ποινή εις τον Αδάμ και στην Εύα και σ’ όλη την πλάση! Καθώς γνωρίζετε, λοιπόν, στέκω και τώρα την ύστατη ώρα εμπρός σας κι επαναλαμβάνω τις ίδιες ερωτήσεις στον καθένα από εσάς «που είσαι παιδί μου; Γιατί κρύβεσαι μακριά μου; Τι έκαμες;» κι αναμένω το «ήμαρτον, Κύριε, ενώπιόν Σου, ελέησόν με συγχώρεσέ με» να πεις κι όλα θα σβήσουν τα κακά και τα πονηρά, τότε και φως θα λάμψει, χαρά πανηγυρική θα γίνει στον ουρανό μα και στη γη. Δε μετανοεί,όμως, ο Αδάμ. Αλλά προκαλεί με αυθάδειες, χωρίς ντροπή, αναίσχυντα ομιλεί. Τι μέλλει άνθρωπε να γίνει; Αφού σήμερα και πολλάκις την ημέρα βλασφημείς τον Θεό, αναιρείς την Αλήθεια, αγκαλιάζεις για Πατέρα τον διάβολο κι αυτόν ακούεις, με αυτόν συνομιλείς, αυτόν υπηρετείς, αυτόν αγαπάς. Ουαί, ουαί, ουαί ό,τι έπιασες με τα χέρια σου το μόλυνες, θα χαθεί στην πυρά, θα εξαφανιστεί, όπου πέρασες θα βουλιάξει η γη, φωτιά και νερό θα το αφανίσει. Κι ακόμα το τέκνο μου να μετανοήσει. Ουαί, ουαί, ουαί αχάριστοι που είσαστε ως χοίροι, βδελυροί ως έχιδνες, αποτροπιαστικοί ως δαίμονες. Ουαί, ουαί, ουαί τρισάθλιοι, μισαλόδοξοι. Ψεύται, οκνηροί, εργάτες του αφεντικού σας που μισεί. Ουαί εις το πυρ και το θειάφι θα βρεθείτε, φονιάδες εκατομμυρίων και δις ουαί, ουαί,ουαί εις το σπέρμα σας, τέκνα του Αντιχρίστου. Ευ, τεκνία Μου ολιγοστά, μυροβόλα Μου τέκνα, φωτεινά Μου αστέρια, άνθη Μου αγαπημένα, ω γλυκά Μου παιδιά άξιοι του ονόματός Μου λέγεστε χριστιανοί, πιστοί, αγωνιστές, ομολογητές, μάρτυρες του Εσφραγισμένου Αρνίου. Πόσο επόθησα να συνδιαβώ σιμά σας. Να δειπνήσω μαζί σας, να συνομιλήσωμεν, να σας εναγκαλισθώ. Διψώ ο Χριστός για αγάπη. Διψώ ο Θεός για αλήθεια. Υπό την Σκέπη Μου τη Θεία, όλη η οικογένεια η πνευματική είναι σαν εκκλησία με ψυχή της το Πανάγιό Πνεύμα. Δε θα αγγιχθεί τρίχα σ΄εσάς από τον όλεθρο, φρουρώ ο Θεός ο Ιησούς Χριστός και ουδέν θα εκλείψει από τα εμά τέκνα, φρουρώ, ενδυναμώνω, φωτίζω, φανερώνω. Ιδού η Δόξα Κυρίου! Γρηγορείτε και προσεύχεστε, ήγγικεν γαρ η Βασιλεία των ουρανών. Τον Θεόν υμνείτε, Αυτόν δοξολογείτε, εις πάντας τους αιώνας.


Παρθένα μου Βασίλισσα Σε βλέπω λυπημένη
 και δάκρυα κατρακυλούν και στέκεις πονεμένη.
Πονάς για το κατάντημα του γένους των ανθρώπων
 και τρέχεις και μας βοηθάς με κάθε είδους τρόπον.
Τρέχεις σε κάθε αμαρτωλό μ’ αγάπη και με πόνο,
με καλοσύνη δείχνοντας το θεϊκό το δρόμο.
Λυπάσαι αντικρύζοντας του κόσμου τη μωρία,
 την τόση του ασέβεια, την τόση του κακία.
Σωπαίνεις με παράπονο στην κάθε βλασφημία,
που ξεστομίζουν προς Εσέ, γλυκιά μου Παναγία.
Εσύ προσφέρεις τη χαρά, τη Σκέπη, τη στοργή Σου
κι ακούς για αντάλλαγμα βλαστήμια απ΄το παιδί Σου.
Προσφέρεις ανακούφιση σε κάθε πονεμένο
 κι από τα νύχια του εχθροί βαριά τραυματισμένο.
Όσο κι αν Σε πικραίνουνε Εσύ πάντοτε φέρνεις
 κάθε ψυχή σ’ επίγνωση, μ’ αγάπη τη λιαίνεις.
Εμείς με τη βλαστήμια μας και με την αμαρτία
 κι Εσύ με την αγάπη Σου μας οδηγείς ευθεία.
Εμείς με την απαίσια κι αμαρτωλή ζωή μας
 κι Εσύ γίνεσαι σκέπασμα, πρεσβεύεις στον Κριτή μας.
Εμείς πάντα πικραίνουμε τη θεία την καρδιά Σου
μα Εσύ γίνεσαι κιβωτός , μαζεύεις τα παιδιά Σου.
Εμείς πάντα βυθίζουμε στο βούρκο την ψυχή μας,
 μα Συ ρίχνεις τ’ αγκίστρι Σου και μας τραβάς, Αγνή μας.
Εμείς αποστρεφόμαστε το κάθετι αγνό,
 μα Συ μας επιστρέφεις κοντά εις το Θεό.
Εμεις ζηλεύουμε φθαρτά και υλικά αγαθά,
μα Συ γίνεσαι κλίμακα να φτάσουμε ψηλά.
Εμείς θέλουμε γήινη, αμαρτωλή ζωή,
μα Συ γίνεσαι γέφυρα, Μητέρα ευσπλαχνική.
Και φέρνεις τον ταλαίπωρο κι αμαρτωλό λαό
προς το Μεγάλο Βασιλιά, Δημιουργό Θεό.
Εμείς βουτάμε πάντοτε σε βρώμικο λιμάνι,
 μα Συ μας ρίχνεις φάρμακο να μας απολυμάνει.
Είσαι η παρηγοριά, η θεία μεσιτεία,
για να γευτούμε αιώνια Θεού τη βασιλεία.
Μην κρατήσεις Δέσποινα την αχαριστία,
μα στάσου φύλακας , φρουρός  και διώξε τα θηρία.
Ν’ απαλλαγει, Κυρία μου, η δόλια η ψυχή μας
 κι αιώνια να χαίρεται μετά του Λυτρωτή μας.
Μην απορρίψεις, Δέσποινα, αυτή την προσευχή
και φέρε την προς τον Θεόν, Τριαδική Αρχή.
Να λυπηθεί το πλάσμα Του, να δώσει τ’ αγαθά Του
 να χαίρεται κάθε πιστός την Πατρική αγκαλιά Του.

ΟΜΙΛΕΙ Ο ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΩΡ ΘΕΟΣ


Άγιος, Άγιος, Άγιος ο Θεός, ο Υπάρχων, ο Ων, Δημιουργός κτιστών κι αοράτων κι ορατών. Υπάρχω ο Θεός, υπάρχω το φως, Πατέρας και Ποιμένας, Φωστήρ, Ζωοποιός, Λυτρωτής, Χορηγός της Ζωής, λείαν καλώς εποίησα, πάντα προς υπηρεσίαν του ανθρώπου, του Υιού του Θεού, που κατ’ εικόνα κι ομοίωση τελεί. Που εστί η ευχαριστία, που η ευγνωμοσύνη, που η αγάπη και η δοξολογία; Αδάμ, Αδάμ, φώναξα «που ει; Διατί εκρύβης; Τι έκανες; Και περίμενα ο Ποιητής των πάντων, να είπη και ήμαρτον, συγχώρεσέ με» κι εδόθη ποινή εις τον Αδάμ και στην Εύα και σ’ όλη την πλάση! Καθώς γνωρίζετε, λοιπόν, στέκω και τώρα την ύστατη ώρα εμπρός σας κι επαναλαμβάνω τις ίδιες ερωτήσεις στον καθένα από εσάς «που είσαι παιδί μου; Γιατί κρύβεσαι μακριά μου; Τι έκαμες;» κι αναμένω το «ήμαρτον, Κύριε, ενώπιόν Σου, ελέησόν με συγχώρεσέ με» να πεις κι όλα θα σβήσουν τα κακά και τα πονηρά, τότε και φως θα λάμψει, χαρά πανηγυρική θα γίνει στον ουρανό μα και στη γη.
Δε μετανοεί,όμως, ο Αδάμ. Αλλά προκαλεί με αυθάδειες, χωρίς ντροπή, αναίσχυντα ομιλεί. Τι μέλλει άνθρωπε να γίνει; Αφού σήμερα και πολλάκις την ημέρα βλασφημείς τον Θεό, αναιρείς την Αλήθεια, αγκαλιάζεις για Πατέρα τον διάβολο κι αυτόν ακούεις, με αυτόν συνομιλείς, αυτόν υπηρετείς, αυτόν αγαπάς. Ουαί, ουαί, ουαί ό,τι έπιασες με τα χέρια σου το μόλυνες, θα χαθεί στην πυρά, θα εξαφανιστεί, όπου πέρασες θα βουλιάξει η γη, φωτιά και νερό θα το αφανίσει. Κι ακόμα το τέκνο μου να μετανοήσει. Ουαί, ουαί, ουαί αχάριστοι που είσαστε ως χοίροι, βδελυροί ως έχιδνες, αποτροπιαστικοί ως δαίμονες. Ουαί, ουαί, ουαί τρισάθλιοι, μισαλόδοξοι. Ψεύται, οκνηροί, εργάτες του αφεντικού σας που μισεί. Ουαί εις το πυρ και το θειάφι θα βρεθείτε, φονιάδες εκατομμυρίων και δις ουαί, ουαί,ουαί εις το σπέρμα σας, τέκνα του Αντιχρίστου.
Ευ, τεκνία Μου ολιγοστά, μυροβόλα Μου τέκνα, φωτεινά Μου αστέρια, άνθη Μου αγαπημένα, ω γλυκά Μου παιδιά άξιοι του ονόματός Μου λέγεστε χριστιανοί, πιστοί, αγωνιστές, ομολογητές, μάρτυρες του Εσφραγισμένου Αρνίου. Πόσο επόθησα να συνδιαβώ σιμά σας. Να δειπνήσω μαζί σας, να συνομιλήσωμεν, να σας εναγκαλισθώ. Διψώ ο Χριστός για αγάπη. Διψώ ο Θεός για αλήθεια. Υπό την Σκέπη Μου τη Θεία, όλη η οικογένεια η πνευματική είναι σαν εκκλησία με ψυχή της το Πανάγιό Πνεύμα. Δε θα αγγιχθεί τρίχα  σ΄εσάς  από τον όλεθρο, φρουρώ ο Θεός  ο Ιησούς Χριστός και ουδέν θα εκλείψει από τα εμά τέκνα, φρουρώ, ενδυναμώνω, φωτίζω, φανερώνω. Ιδού η Δόξα Κυρίου! Γρηγορείτε και προσεύχεστε, ήγγικεν γαρ η Βασιλεία των ουρανών. Τον Θεόν υμνείτε, Αυτόν δοξολογείτε, εις πάντας τους αιώνας.

Αρχειοθήκη ιστολογίου