Κι όπως αυτοί συνομιλούνε και βαδίζουν για να φτάσουν
σε μια πόλη Βηθανία, για να ξαποστάσουν.
Διότι καινούριο θαύμα πρωτάκουστο και θαυμαστό
έρχεται για να δοξάσει τον Χριστό στον τόπο αυτό .
Εις την Βηθανία ζούσε κάποιος φίλος Του Χριστού,
Λάζαρος το όνομά του κι εργάτης του καλού.
Αυτόν βαριά ασθένεια μια μέρα τον ευρίσκει,
το μοιραίο έρχεται και ο Λάζαρος αποθνήσκει.
Διότι δεν ήταν εκεί ο Κύριος να τον σώσει
κι απ’ την αρρώστια την βαριά να τον ελευθερώσει.
Ο Κύριος ξεκίνησε στην Βηθανία πάει,
στον φίλο Του τον Λάζαρο που τόσο αγαπάει.
Στους μαθητές Του έλεγε: Πάμε να τον εγείρω,
τον Λάζαρο από τον θάνατο τον εκλεκτό Μου φίλο.
Η αδελφή του Λάζαρου μαθαίνοντας πως πάει ,
Ο Ιησούς στον τόπο τους, τρέχει και Του μιλάει.
Κλαίει, με πόνο Του μιλά και η καρδιά ραγίζει
κι ο Κύριος για τον Λάζαρο το δάκρυ Του σκουπίζει.
Μη κλαις γιατί ο Λάζαρος θα αναστηθεί , θα ζήσει
κι ο κόσμος τον Πανάγαθο Θεό θα υμνολογίσει.
Το ξέρω πως θα αναστηθεί, το ξέρω πως θα ζήσει,
εις την ανάσταση νεκρών , στην μέλλουσα την κρίση.
Εγώ Ειμί η ανάσταση και η ζωή παιδί Μου,
εγώ το φως και η χαρά που παίρνουν οι πιστοί Μου.
Πάμε εκεί που βρίσκεται ο Λάζαρος θαμμένος
κι από τούτη τη ζωή απομεμονωμένος.
Και ξεκινάνε για να πάνε , ο κόσμος ακολουθάει,
να μάθει στην συνέχεια τι θα συμβεί ζητάει.
Έρχεται και η δεύτερη αδελφή θρηνούσα
και εις τους πόδας Του πέφτει παρακαλούσα.
Κι αφού στον τάφο έφτασαν , προστάζει να ανοίξουν,
τον λίθο που ΄χει σκέπασμα , στην άκρη να τραβήξουν.
Μα Κύριε , είναι τέσσερις ημέρες πεθαμένος
και θα βρωμάει το σώμα του , θα ‘ναι αποσυνθεμένος.
Η Μάρθα τούτο έλεγε γιατί ἐγνώριζε το δράμα,
Δεν ήξερε πως θα γινότανε τρανό και μέγα θαύμα.
Δεύρω έξω Λάζαρε,
λέει επιτακτικά και η ψυχή στο σώμα του εγύρισε ξανά.
Το θαύμα μεταδόθηκε σε όλη την Ιουδαία
και ετοίμασαν υποδοχή στον Μέγα βασιλέα.
Τριγύρω Του κόσμος πολύς , με ύμνους τον δοξάζει,
ευλογημένος ο ερχόμενος με πίστη Του φωνάζει.
Θριαμβευτής στον ναό ο Ιησούς εμπήκε,
μα ελυπήθηκε πολύ το χάλι που ευρήκε.
Μαστίγιο αρπάζει και πετά έξω από τον ναό,
τους διαφόρους πωλητάς με δίκαιο θυμό.
Τον οίκο του Πατέρα Μου κάνατε καπηλειό,
και δεν δοξάζετε ειλικρινά τον πλάστη σας Θεό.
Τα δόντια τρίζουν οι ιερείς και θέλουν αφορμή,
τον Κύριο να σκοτώσουν με σταύρωση φρικτή.
Μα τι να πρωτοθυμηθώ και τι να σας θυμίσω
και πού να βρω αντάξια λόγια να Τον υμνήσω.
Αυτόν που φέρνει τη ζωή και διώχνει το σκοτάδι
Και γλύτωσε τον άνθρωπο απ΄ τον φρικτό τον Άδη.