Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

ΔΕΝ ΛΟΓΑΡΙΑΖΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ


Τι κι αν ο Θεός κατέβηκε, το πλάσμα Του να σώσει
κι από τα νύχια του εχθρού να το ελευθερώσει;
Τι κι αν το Αίμα Του έδωσε, το άχραντό Του σώμα;
Τον βρίζει και Τον βλαστημά το βρώμικό μας στόμα.
Τι κι αν εγιάτρεψε πληγές, σωματικά σημαδια;
Ο άνθρωπος παρέμεινε να ζει μες στα σκοτάδια.
Τι κι αν ανέβασε Σταυρό στου Γολγοθά τα μέρη
και γύρεψε τον άνθρωπο κοντά Του να τον φέρει;
Τι κι αν μ΄απέραντη στοργή χάρισε ευτυχία
κι άνοιξε για όλους μας ουράνια βασιλεία;
Τι κι αν μηδένισε, άνθρωπε, τους μισητούς διαβόλους
κι ουράνια σκάλα έβαλε για τους πιστούς Του όλους;
Τι κι αν αγάπη έδειξε σε μας και καλοσύνη;
Εμείς δεν αισθανόμαστε καμιά ευγνωμοσύνη.
Τι κι αν εγεύθει θάνατο, κατέβηκε στον Άδη
για να γνωρίσει ο άνθρωπος το Θεϊκό το χάδι;
Τι κι αν δεσμά μας έσπασε της μαύρης καταδίκης,
το κράτος του μισόκαλου σκόρπισε και της φρίκης;
Τι κι αν Αγγέλους έβαλε φύλακες βοηθούς μας;
Εμείς δεν απομακρύναμε τους μισητούς εχθρούς μας.
Τι κι αν θαυμάσια πολλά ποιει στον κόσμο ετούτο;
Εμείς αποστρεφόμαστε τον Θεϊκό τον πλούτο.
Τι κι αν το χέρι άπλωσε για να μας βοηθήσει,
εκεί που πρώτα είμαστε να αμας ξαναγυρίσει;
Τι κι αν γιορτάζουμε, άνθρωπε, τη θεία Ανάστασή Του
και δεν γυρίζουμε σ΄ Αυτον να γίνουμε δικοί Του;
Τι κι αν εβαπτισθήκαμε και Χριστιανούς μας λένε;
Για την πικρή κατάντια μας τα ουράνια κλαίνε.
Τι κι αν η Μεγαλόχαρη γονατιστή πρεσβεύει
κι απ΄τον Υιό της και Θεό το λυτρωμό γυρεύει;
Τι κι αν ο Πολυέλεος μακροθυμεί για σένα;
Εσύ τον δρόμο σου τραβάς, δεν σκέφτεσαι κανένα.
Μα πόσα εσύ θα ήθελες, άνθρωπε, να προσφέρει,
από τη νάρκη τη βαριά μήπως σε συνεφέρει;
Δε λογαριάζεις, άνθρωπε, τον φοβερό Κριτή σου.
Γιατί ζητάς βασανισμό αιώνιο στην ψυχή σου;
Πήρες τον δρόμο τον κακό κι ολοταχώς βαδίζεις
με το κεφάλι σου σκυφτό και πίσω δεν γυρίζεις.
Δε σκέπτεσαι ότι αυτός ο δρόμος θα σου φέρει
την καταδίκη κι η ψυχή φρικτά θα υποφέρει;
Δεν ξέρεις ότι έφτιαξες το σπίτι σου στην άμμο;
Δεν σκέπτεσαι αιφνίδια μήπως και πέσει χάμω;
Δεν του ΄βαλες θεμέλια καλά δια να το στηλώσεις,
από τις τρικυμίες της ζωής να το απομονώσεις.
Δεν σκέπτεσαι πως έρχεται η ώρα του θανάτου
κι όλα αυτά που έφτιαξες θα μείνουν εδώ κάτω;
Δεν σκέπτεσαι πως θα κριθείς, δεν το υπολογίζεις
και θέλεις μες στην καταχνιά, στο σκότος να γυρίζεις;
Μα μην τυχόν και σκέπτεσαι πως είναι αυτά γελοία,
αν δεν αλλάξεις τακτική, θα χάσεις την αιώνια άγια βασιλεία.
Σε τριγυρίζουν, σκέψου το, αόρατα δαιμόνια,
μαζί τους θέλουν να βρεθείς στου Άδη τα σαλόνια.
Δεν βλέπεις, άνθρωπε σκληρέ, τη θεϊκή οργή,
πως έπεσε θανάσιμη κι έρχεται γοργή;
Τι θες ακόμα για να δεις, καλά να το χωνέψεις
κι έλεος απ΄το Θεό με πίστη να γυρέψεις;
Κάνε, λοιπόν, επιστροφή προς τον Εστταυρωμένο,
το ένδυμά σου λάμπρυνε, που είναι μαυρισμένο.
Να δει πως έλεος ζητάς, να ΄ρθει και να σε σώσει,
σ΄εσένα τα ουράνια κληρονομιά να δώσει.

ΠΡΟΣ ΤΗ ΓΛΥΚΕΙΑ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ


Μητέρα Αειπάρθενε, Μητέρα ευλογημένη
το Φως σου το ανέσπερο ρίξε στην Οικουμένη.
Να πάψει πια ο άνθρωπος να ζει την αμαρτία,
να ανοίξει και τα μάτια του, να ΄ρθει στη σωτηρία.
Στη σωτηρία της ψυχής που ο Χριστός τη δίνει,
που μας χαρίζει τη ζωή και φέρνει τη γαλήνη.
Στην τρικυμία της ζωής, γλυκειά μου Παναγία,
άπλωσε Συ τη Σκέπη Σου να ΄ρθει η νηνεμία.
Απ΄τα πλοκάμια του εχθρού γλίτωσε τον καθένα
 και φέρτον στον Κύριο, των ψυχών τον Άγιο Ποιμένα.
Θόλωσε πια ο άνθρωπος και σαν τυφλός βαδίζει,
χωρίς να ενδιαφέρεται, πού τρέχει, πού γυρίζει.
Πες στην ομίχλη χάνεται, μην βλέποντας μπροστά του,
ομολογεί τον σατανά, μισεί τον Βασιλιά του.
Δεν ξέρει ο ταλαίπωρος το τι τον περιμένει
και εις την κρίση την φρικτή τι στην ψυχή συμβαίνει.
Δεν τον αφήνει ο διάβολος για να σκεφτεί λιγάκι
και τον ποτίζει διαρκώς το φοβερό φαρμάκι.
Αντί για αγάπη σκόρπισε μίσος στον διπλανό του,
αντί για δόξα έδωσε μίσος εις τον Θεό του.
Γλυκύτατη Κυρία μου, Συ που ανακουφίζεις
τις καιόμενές μας ψυχές, με ύδωρ τις δροσίζεις.
Εσύ που κι αν σε βρίζουμε δεν μας κρατάς κακία,
παρά με πόνο μητρικό μας δίνεις την υγεία.
Σε κάθε επίθεση του εχθρού, του άγριου θηρίου,
ρίχνεις το θείο φάρμακο, Συ Μήτηρ του Κυρίου.
Ενίσχυση από ΄σένανε, βοήθεια δική σου,
ζητάει με ταπείνωση το κάθε ένα παιδί Σου.
Εσύ που γέννησες το Φως διώξε μας το σκοτάδι,
μη μας χαρεί ο δαίμονας μες στον φρικτό τον Άδη.
Μην επιτρέψεις εις αυτόν τα δίχτυα του ν΄απλώνει
και τις ψυχές μας τις φτωχειές να τις απομονώνει
από τη Μέλλουσα Ζωή, απ΄του Θεού τη στράτα.
Άπλωσε Συ το χέρι Σου και τις ψυχές μας κράτα
κι όταν αιμοραγούν απ΄του εχθρού τα βέλη,
πρόσφερέ τους της ζωής το θεϊκό το μέλι.
Να λούζονται απ΄την πηγή Τριάδος της Αγίας,
μέσω της Θεομήτορος, της ουράνιας Κυρίας.
Βασίλισσα μυριόχαρη, Θεού μαργαριτάρι,
στόλιζε κάθεμια ψυχή με του Χριστού τη χάρη,
γιατί μπορείς βασίλισσα σαν Μάνα του Κριτή μας,
να δώσεις Φως, διέξοδο σε τούτη τη ζωή μας.
Ν΄ ανοίξεις τη διάνοια, να ρίξεις φως και χάρη,
να πάψει να΄ναι ο άνθρωπος σαν το ξερό χορτάρι.
Να δροσιστεί με το νερό που ο Χριστός μας ρίχνει
και την οδό προς τη ζωή σε όλους μας τη δείχνει.
Ρίξε τη Σκέπη Σου, Αγνή, κάθε πιστού ελπίδα
και χάρισε την ποθητή, ουράνια πατρίδα.
Αιώνια να δοξάζουμε Τριάδα την Αγία
κι Εσέ τη θεομήτορα, των πάντων την Κυρία.

ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΣΤΟΝ ΠΛΑΣΤΗ ΣΟΥ


Τρέχεις με άγχος, άνθρωπε, και τα φθαρτά μαζεύεις,
σ΄αυτά την πίστη έδωσες και τη χαρά γυρεύεις.
Στο χρήμα υποτάχτηκες, στη βία, στη σαπίλα,
σου έριξε ο πονηρός απέραντη μαυρίλα.
Τον Ιησού τον ξέχασες, δεν τον υπολογίζεις,
το πρόσωπο του γύρισες και λες δεν Τον γνωρίζεις.
Το Άγιο Ευαγγέλιο ποτέ δεν το ανοίγεις,
τους νόμους Του, τις εντολές δεν τις υπολογίζεις.
Αμαρτωλά κυκλοφορείς στο δρόμο της ζωής σου,
την ξέσκισες, την μαύρισες την ψυχική στολή σου.
Όταν εβαπτίσθης Χριστιανός, στόλη άσπρη σου εφορέθη,
μα εσύ την καταμαύρισες και το λευκό αφαιρέθη.
Είναι καιρός να γιατρετείς, είναι καιρός ακόμα,
προτού η ψυχή σου χωρισθεί απ΄το θνητό το σώμα.
Είναι καιρός για να σκεφτείς το τι σε περιμένει,
εάν αφήσεις την ψυχή και φύγει μαυρισμένη,
δε σε γλιτώνουν, άνθρωπε, πλούτη και μεγαλείς,
δεν αγοράζεις με λεφτά Θεού τη Βασιλεία.
Τα έργα σου επί της γης, αυτά μόνο μιλάνε,
αυτά μονάχα την ψυχή πιστά ακολουθάνε.
Και αν τα έργα που έπραξες δεν έχουνε αξία,
αλοίμονό σου, αδερφέ, δεν έχεις σωτηρία.
Μη γένοιτο να το σκεφτείς πως είναι παραμύθια,
το λεν βιβλία θεϊκά, φωνάζουν την αλήθεια.
Σταμάτα, άνθρωπε, λοιπόν να προσκυνάς την ύλη
και κάνε την ψυχούλα σου αθανασίας φίλη.
Και πρώτα απ΄όλα πήγαινε να την καθαρίσεις
και τον γλυκύ Σωτήρα μας κι εσύ για να γνωρίσεις.
Εάν θα εξομολογηθείς ειλικρινά και κλάψεις,
τα σκεπασμένα κρίματα εσύ τα ξεσκεπάσεις
και τ΄αποβάλλεις από εσέ και δεν τα ξανακάνεις,
την ίαση την ψυχική απ΄τον Χριστό λαμβάνεις.
Κοίταξε τριγύρω σου την ακαταστασία
και πίστεψε πως έρχεται μεγάλη τρικυμία.
Τι θα απολαύσεις, άνθρωπε, τον κόσμο αν κερδίσεις
και τη φτωχή σου την ψυχή στον Άδη την κλείσεις;
Ουρανοξύστες, κτίρια θα πέφτουν σαν χαρτόνια,
θα βγουν στην επιφάνεια αμέτρητα δαιμόνια.
Εάν δεν έχεις τον Χριστό κοντά σου, βοηθό σου,
ποιός θα σε σώσει, άνθρωπε, απ΄τον κακό εχθρό σου,
που θέλει την ψυχούλα σου μαζί του να την πάρει,
αιώνα να παιδεύεσαι στης κόλασης τα βάθη.
Θα έρθει η Δευτέρα, ένδοξη, Χριστού η παρουσία
και τότε θα΄χουμε αδερφέ, φρικτή απολογία.
Ο ουρανός που φαίνεται καλά στερεωμένος,
θα τυλιχτεί και θα φανεί ο Τρισδεδοξασμένος.
Και οι Δυνάμεις τ΄ουρανού κι αυτές θ΄ακολουθήσουν,
στην κρίση ζώντων και νεκρών κι αυτές θα βοηθήσουν.
Τότε βιβλία ανοίγονται, βγαίνουν τα κεκρυμένα,
περνούνε από έλεγχο, δε χάνεται κανένα
και τότε ο Δίκαιος Κριτής τις πληρωμές θα δώσει,
αυτά που κάναμε στη γη να μας τ΄ανταποδώσει.
Μη γένοιτο, αδέρφια μου, και μας κατηγορήσουν
οι δαίμονες και την ψυχή να πάρουνε ζητήσουν.
Γι αυτό ξεκίνα, πήγαινε εις τον πνευματικό σου,
να καθαρίσεις, αδερφέ, τον δόλιο εαυτό σου.
Υπόσχεση δώσε στον Χριστό να Τον ακολουθήσεις,
τις εντολές Του τήρησε με πίστη για να ζήσεις.
Κι όταν θα έρθουν τα δεινά, να έχεις βοηθό σου
τον ίδιο τον Σωτήρα σου, τον ίδιο τον Θεό σου.
Για να καταταχθείς κι εσύ μαζί με τον λαό Του,
να μπεις στη Βασιλεία Του μ΄όλο το ποίμνιό Του.

Αρχειοθήκη ιστολογίου