Στον Ιούδα εισχωρεί ο σατανάς και σκληρό τον κάνει,
Να προδώσει τον Χριστό ευθύς καιρό δεν χάνει.
Επήγε στο συνέδριο και λέει στους ιερείς,
Τι θα μου δώσετε και τον Ιησού παραδίδω ευθύς.
Τριάκοντα αργύρια δίνουμε για να δώσεις,
Την λύση την ποθούμενη, Αυτόν να παραδώσεις.
Και παίρνοντας τα αργύρια ζητάει αφορμή,
Να παραδώσει εις αυτούς τον Μέγα Λυτρωτή.
Το Πάσχα αυτό επεθύμησα μαζί σας για να φάω,
Πρωτού εις τον Πατέρα Mου, στον προορισμό Mου πάω.
Και αφού δείπνο ετοίμασαν καθίσανε να φάνε
Και με απορία όλοι τους τον Κύριο κοιτάνε.
Τους λέει απο τους μαθητάς κάποιος θα Τον προδώσει,
Στους φαρισαίους, γραμματείς θα τον παραδώσει.
Κοιτάει ο ένας τον άλλον και λένε ποιος να είναι αυτός,
Που στους εχθρούς θα παραδώσει το ζωηφόρον φως;
Σε αυτόν που θα δώσω τον άρτο με κρασί,
Αυτός θα είναι προδότης Εμού του Λυτρωτή.
Και αφού άρτο βουτάει μέσα στο κρασί, το δίνει,
Εις τον Ιούδα και λέει “ας γίνει ότι είναι να γενεί”.
Ευθύς ο Ιούδας εβγήκε στους ιερείς να πάει
Και την υπόσχεση του να εκπληρώσει ζητάει.
Δώστε στρατό να πάω τον Ιησού να σας δείξω,
Αυτό που μου ζητήσατε σήμερα θα πραγματοποιήσω.
Και ο Κύριος μας έρχεται προς το εκούσιο Πάθος,
Για να γλυτώσει τον Αδάμ από το παλιό το λάθος.
Και ενώ ο Ιούδας έτρεξε τον Κύριο να προδώσει,
Τους μαθητάς ο Ιησούς κοιτά να στερεώσει.
Θέλω σε όλους σας Εγώ θάρρος να μεταδώσω,
Τώρα που φεύγω από την γη την πίστη σας να εδραιώσω.
Μα που θα πάει ρωτούσανε ο ένας με τον άλλον
Και αισθάνονταν οι μαθητές άγχος πολύ μεγάλο.
Εκεί που Πάω δεν μπορεί κανείς να ακολουθήσει
Και το ποτήρι που θα πιώ να πιεί και να κρατήσει.
Και λέει ο Πέτρος ¨Κύριε και την ζωή μου δίνω,
Για Eσένανε το αίμα μου αν χρειαστεί το χύνω¨.
Τρείς θα με αρνηθείς πριν πετεινός λαλήσει,
Θα πεις πως δεν με εγνώριζες δεν με έχεις αντικρύσει.
Θα προσπαθήσει ο πονηρός τα πρόβατα να αρπάξει,
Σαν λείψει ο βοσκός να τα κατασπαράξει.
Χωρίς ποιμένα μένουνε τα πρόβατα στην στάνη
Και αυτά θα σκορπιστούν, η ώρα τώρα φτάνει.
Μα Εγώ επαρακάλεσα τον Πατέρα Mου για εσάς,
Να μην πέσετε στα δίχτυα που ρίχνει ο σατανάς.
Και αφού Ενίσχυσε αυτούς τους θείους μαθητάς Tου,
Διαταγή τους άφησε να πράττουν τας εντολάς Tου.
Επήγε στην Γεσθημανή γονάτισε με πόνο,
Για τους ανθρώπους που είχανε για τον σωτήρα φθόνο.
Ενώ επροσευχότανε με τόση αγωνία,
Οι άνθρωποι ερχόντουσαν με λύσσα και μανία.
Για να τον πιάσουν ως ληστή να τον καταδικάσουν,
Τους έσπρωχνε ο πονηρός στο έγκλημα να φτάσουν.
Και ξάφνου ήρθαν να ζητούν τον βασιλιά των φώτων,
Έχοντας μέσα τους αυτοί τον βασιλιά των σκότων.
Ο Ιούδας εξεπρόβαλε μπροστά από το πλήθος,
Φίλημα δίνει στον Χριστό με την καρδιά σαν λίθο.
Χαίρε ραββί Tου φώναξε, με μίσος Tον προδίδει
Και σε ανθρώπους βλάσφημους ευθύς Tον παραδίδει.
Σαν θεριά Tον άρπαξαν Tου δέσανε τα χέρια,
Στους ιερείς Tον φέρανε με σπάθες και μαχαίρια.