Ξανάρθαν τα Χριστούγεννα! Χαρά πολύ μεγάλη!
Χριστός γεννάται σήμερον, θα ακουστεί και πάλι!
Όλες οι πόλεις, τα χωριά, φορούν τα γιορτινά τους,
για να δεχθούν τη γέννηση του Μέγα Βασιλιά τους.
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά στους δρόμους ξεχυθήκαν
και στις βιτρίνες τις φθαρτές τα μάτια τους σταθήκαν.
Πάντα το ωραιότερο γυρεύουν ν΄ αγοράσουν
και τις γιορτές πιο κοσμικά θέλουνε να περάσουν.
Φροντίζουν να στολίσουνε το σώμα το φθαρτό τους,
ενώ η ψυχή αιμορραγεί στο εσωτερικό τους.
Στολίζουνε τα σπίτια τους με χίλια δυο στολίδια,
δεν βλέπουν που τους κύκλωσαν θανατηφόρα φίδια.
Στολίδια και κοσμήματα, γλέντι, πορνοκρατία
και για τροφή του πνεύματος καμία σημασία!
Ενώ τα σπίτια λάμπουνε, η τράπεζα γεμάτη,
απ΄ των ανθρώπων τις καρδιές κάτι τους λείπει, κάτι!
Λείπει ο Χριστός ο Λυτρωτής, λείπει το Θείο βρέφος,
Γι΄ αυτό γεμίσαν οι ψυχές απ΄ του εωσφόρου το νέφος.
Λείπει η πηγή της χάριτος, λείπει το φως του κόσμου,
για να γεμίσουν οι ψυχές δροσιά ουράνιου δυόσμου.
Λείπει ο γλυκύς Εμμανουήλ, λείπει η Θεία αγάπη,
για να αποβάλει απ΄ τις ψυχές τη βρώμα και τα πάθη.
Λείπει ο Θείος έρωτας, ο της ψυχής Νυμφίος,
Γι΄ αυτό εισέρχεται σ΄ αυτήν ο σατανάς αγρίως.
Γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, μα για Χριστό δε λένε,
μες στο καμίνι των παθών το σώμα τους και την ψυχή τους καίνε.
Γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, μα τον Χριστό μισούνε,
να μένει πάντα μακριά από αυτούς ζητούνε!
Γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, μα τον Χριστό
υβρίζουν και την ψυχή τους οι μωροί δαιμόνια γεμίζουν.
Γιορτάζουν τα Χριστούγεννα όπως τους αρέσει,
Και μέσα στη βασιλεία Μου αυτοί δεν έχουν θέση.
Γιορτάζουν τα Χριστούγεννα κι όλοι διασκεδάζουν,
μα στο καμίνι των παθών και της αθεΐας βράζουν.
Το φως Μου δεν το θέλουνε, τη θεϊκή Μου αλήθεια,
θέλουν να ζούνε στην ψευτιά και στα παραμύθια.
Το φως Μου δεν το θέλουνε, το σκότος τους αρέσει,
μαύρο πανί στα μάτια τους ο πλάνος έχει δέσει.
Σαν γεγονότα κοσμικά δέχονται τις γιορτές Μου,
μα δε θα απολαύσουνε αυτοί τις αμοιβές Μου.
Μιλάνε πάντα για χαρά, ειρήνη κι αγάπη,
μα την αγάπη την μισούν κι ακολουθούν τα πάθη.
Γιατί αν επλημμύριζε αγάπη η καρδιά τους,
θα είχαν φως τους κι οδηγό Χριστό τον βασιλιά τους.
Φάτνη θα είχαν την ψυχή να μπει το Θείο Βρέφος,
για να σκορπίσει τη βρωμιά, της αμαρτίας το νέφος.
Γιατί αν επλημμύριζε αγάπη η καρδιά τους,
αγάπη θα σκορπούσανε κι αυτοί και τα παιδιά τους.
Γιατί αγάπη ειν΄ ο Θεός, χαρά-ζωή-ελπίδα,
μα σαν τυφλοί επέσανε στου πλάνου την παγίδα.
Τον κοσμοκράτορα αγαπούν, σ΄ αυτόν το γόνυ κλίνουν,
τις εντολές του πράττουνε κι απ΄ την πηγή του πίνουν
το μολυσμένο του νερό που φέρνει επιδημία,
του σώματος και της ψυχής πόνο και δυστυχία.
Τα χρόνια ξαναφέρανε της ειδωλολατρείας,
όπου με γλέντια και χορούς προσφέραν τας θυσίας,
που της αμαρτίας το ποτό μέθη τους προκαλούσε
και στης πορνείας τη γιορτή καθένας τους γλεντούσε.
Έτσι εκαταντήσανε και πάλι να γιορτάζουν
και στης ψυχής την άνοδο μεγάλο φράκτη βάζουν.
Λίγοι είναι αυτοί που Με ακολουθούν, τις εντολές Μου κάνουν
κι ορθόδοξα να Με υμνούν ποτέ καιρό δεν χάνουν.
Λίγοι είναι αυτοί που στέκονται στη νοητή μου φάτνη,
το Θείο Βρέφος προσκυνούν, γεμίζοντας με πάχνη,
πάχνη Αγίου Πνεύματος με φως πλημμυρισμένη,
απ΄ τον Τρισήλιο Θεό πάντα ευλογημένη.
Λίγοι είναι αυτοί όπου ποθούν και θέλουν την Αλήθεια
και στην ψυχή δεν βάζουνε πλέον παραμύθια
του εωσφόρου που πλανά όλη την οικουμένη,
λίγοι είναι αυτοί που Μ΄ αγαπούν κι είναι ευτυχισμένοι
απ΄ τ΄ άυλα χαρίσματα που παίρνουν από Μένα,
απ΄ της ζωής τον Αρχηγό, τον αληθή Ποιμένα.
Λίγοι είναι αυτοί όπου κρατούν γερά τις διδαχές Μου
κι έχουνε πάντα οδηγό τις θείες εντολές Μου.
Λίγοι είναι αυτοί όπου κρατούν τον Τίμιο Σταυρό Μου
κι ακλόνητοι ακολουθούν το δρόμο το δικό Μου.
Την έννοια των εορτών λίγοι έχουν καταλάβει
κι αποφεύγουν να γίνονται του εωσφόρου σκλάβοι.
Παρόλα τα σημεία Μου και τις ειδοποιήσεις,
δεν έκανες επιστροφή, άνθρωπε, να γυρίσεις
στον Ζωοδότη σου Χριστό, στον Λυτρωτή Θεό σου,
να πάψεις να΄ χεις συντροφιά τον ύπουλο εχθρό σου,
που θέλει μέσα στην βρωμιά, στο βούρκο να σε πνίξει
και μες στον Άδη τον φρικτό για πάντα να σε ρίξει.
Γιορτάζεις εσύ τη θαυμαστή, τη Θεία γέννησή Μου
και ξέρεις τι σημαίνει αυτή πνευματικά παιδί Μου;
Το ξέρεις ότι άνοιξαν οι ουρανοί για εσένα
και δέχτηκε το Σπήλαιο τον Πλάστη και Ποιμένα;
Το ξέρεις ότι έφριτταν και έτρεμαν τα δαιμόνια,
βλέποντας την κατάβαση, τη Θεϊκή συμπόνοια;
Διότι βλέπουνε αυτά το κράτος τους να σβήνει
και οι ψυχές να γεύονται την του Θεού σαγήνη.
Το ξέρεις πως ουράνιες δυνάμεις κατεβήκαν
και μένοντας κατάπληκτες με θαυμασμό σταθήκαν,
ψάλλοντας με κατάνυξη το «ωσαννά» σε Μένα,
μαζί με κάθε ταπεινό της Βηθλεέμ ποιμένα;
Το ξέρεις ότι φόρεσα το σώμα το φθαρτό σου,
να ενδυθείς εσύ το άφθαρτο σώμα απ΄ το Θεό σου;
Το ξέρεις ότι νέκρωσα τον θάνατο για πάντα
Γι΄ αυτούς που ακολουθούν πιστά Χριστόν τον Αναστάντα;
Εσύ γιατί να βρίσκεσαι στο χάος του διαβόλου
και να μη δεις, παιδάκι Μου, την πύλη του ουράνιου θόλου;
Εσύ γιατί δε δέχεσαι το γόνυ σου να κλίνεις
σ΄ Αυτόν που πάντα σε ελεεί και ύδωρ ζων σου δίνει;
Εσύ γιατί δε δέχεσαι να ενωθείς μαζί Μου
αφού είσαι εικόνα Μου κι ομοίωμα παιδί Μου;
Εσύ γιατί να αγαπάς το σκότος και το ψέμα,
γιατί δε γύρισες ποτέ σ΄ Εμένανε το βλέμμα;
Πρόσεξε πριν να είναι αργά, επέστρεψε κοντά Μου,
να λάβεις τα θαυμάσια τα δώρα τα δικά Μου.
Μην αμφιβάλλεις και θα δεις τον Πλάστη και Θεό σου
κι ό,τι εσύ εποίησες θα βρίσκεται εμπρός σου.
Μην αμφιβάλλεις και θα δεις τα πάντα να γκρεμίζονται
κι οι άπιστοι απ΄ τον θεό για πάντα να χωρίζονται.
Μην αμφιβάλλεις πως θα δεις Αυτόν που βρίζεις τώρα
και μπρός Του, δούλε, θα σταθείς στης Κρίσεως την ώρα.
Γι΄ αυτό προτού να είν΄ αργά άνοιξε την ψυχή σου
και κάνε την φάτνη να δεχθεί Χριστό το Λυτρωτή σου,
ν΄ αναγεννήσει την ψυχή, να σε δεχθεί κοντά Του,
να σου χαρίσει αιώνια τα θεϊκά αγαθά Του.