Πώς θα μαζεψεις,
σκεπτεσαι, αυτά κι αυτά κι εκείνα...
και πίνεις μέσα
στη ζωή φαρμάκι και κινίνα.
Το άγχος το
βιοτικό σε έχει αιχμαλωτίσει,
δεμένο μες στα
δίχτυα του σ΄έχει καλά κρατήσει.
Πάντα με μάτι
φθονερό βλέπεις τον αδερφό σου
κι ό,τι ανήκει εις
αυτόν, το θέλεις για δικό σου.
Αφού γνωρίζεις ,
άνθρωπε, μια μέρα θα πεθάνεις,
γιατί κοιτάζεις τα
φθαρτά και τον καιρό σου χάνεις.
Αφού γνωρίζεις,
άνθρωπε, πως θα θαφτείς στο χώμα,
γιατί ν΄αρπάζεις
την μπουκιά απ΄τ΄αλλουνού το στόμα;
Γιατί αιχμάλωτος
εσύ να είσαι στον εχθρό σου,
να κυβερνά το σώμα
σου και το φτωχό μυαλό σου;
Βρίζεις τον
Παντοκράτορα, βρίζεις την Παναγία,
βρίζεις τον Τίμιο
Σταυρό, Τριάδα την Αγία.
Μα δε φοβάσαι,
άνθρωπε, το στόμα μην βουλώσει,
να μη σε βρει ο
κεραυνός μ΄οργή και σε σκοτώσει;
Δεν ξέρεις πως οι
δαίμονες σου φόρεσαν γαλόνια
για να σε κάνουν
στρατηγό στου Άδη τα σαλόνια;
Όπου βρεθείς κι
όπου σταθείς το στόμα σου γαζώνει,
βγάζει οχιές και
βδέλυγμα, τα πάντα σου λερώνει.
Αυτές τις μέρες, άνθρωπε,
βλέπεις πολλά σημεία,
μα ΄συ σταμάτησες
σ΄ αυτά να δίνεις σημασία.
Εσύ τα μάτια
έκλεισες κι όπου σε βγάλει ο δρόμος,
μα ύστερα τι θα σε
βρει δε λογαριάζεις, όμως.
Λατρεύεις το σώμα
το θνητό και το μοσχοστολίζεις,
μα την μαυρίλα της
ψυχής δεν την υπολογίζεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου