Είχα αποκάμει κι έπεσα στο δρόμο από ζάλη, μα Συ θυμάμαι στοργικά με
σήκωσες και πάλι. Έπειτα μου έδειξες κάποιες σταγόνες αίμα και μου είπες ,
βάδιζε να φθάσεις εις τέρμα. Πάρα πολύ σ΄αγάπησα μα Εσύ λυπημένα μου έδειξες τα
άγια χέρια Σου, τα καταματωμένα. Μα δεν κατάλαβα καλά, είχα την πίστη λίγη, να
σε ρωτήσω γύρισα, μα Εσύ μου είχες φύγει. Και τράβηξα το δρόμο μου μες σε
γκρεμούς και βράχια, ματώνοντας τα πόδια μου στου πόνου τα αγκάθια.
Μαίνονται γύρω θύελλες, βροχές και καταιγίδες, φθάνει το βράδυ κι
έσβησαν του φεγγαριού οι αχτίδες. Κι όλο βαδίζω κάποιο φως να δω μες στο
σκοτάδι, μα μέσα μου νιώθω απαλό της λύτρωσης το χάδι. Τότε μέσα στη θύμηση μου
έρχονται αγαπημένα δυο χείλη μυριολάτρευτα, δυο χέρια ματωμένα.
Αχ, τότε τα κατάλαβα τα λόγια που μου είπες, γιατί πόνους με γέμισες
μες στη ζωή και λύπες. Τρανέ ψαρά μου το ένιωσα γιατί είμαι δεμάνη, στο δίχτυ
της αγάπης σου είμαι γερά μπλεγμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου