Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Με αργό το βήμα η Παναγιά και αμέτρητο το πόνο, νύχτα από το Γολγοθά κατέβαινε το δρόμο, με τον Ιωάννη πλάι της.
Μες στο σκοτάδι εκεί και οι πέτρες ανατρίχιαζαν στο μητρικό της θρήνο.
Όλα τριγύρω σιωπηλά, βουβός είναι και ο δρόμος, θαρρείς πως τον ενέκρωσε ένας μεγάλος πόνος.
Και όσο βαδίζαν σαν σκιές τα άχαρα εκείνα μέρη και μοιρολόγια έλεγε η Παναγιά τα ποιο όμορφα που ξέρει.
Τα λένε τα όρη και οι πλαγιές από οπου και αν διαβαίνει, κάθε λουλούδι τρυφερό που βρίσκει το μαραίνει.
Κλαίει η Παναγιά που έγινε σκοτάδι εκείνη η μέρα, είναι ο Χριστός θεάνθρωπος και η Παναγιά μητέρα.
Μα ακούει ποιο κάτω μια φωνή που την ερημιά ταράζει, ω! τι φωνή λυπητερή, ποια είναι; Γιατί στενάζει;
Ποια άλλη σαν και με πονεί και μοιρολόγια λέει; Με του παιδιού της το καημό και άλλη μάνα κλαίει;
Ναι! μια μάνα εκεί κάθεται μόνη της σε μια άκρη, απαρηγόρητα θρηνεί και χύνει μαύρο δάκρυ.
Και εκείνη σαν την Παναγιά το γιό της έχει χάσει, μα δεν μπορεί η άμοιρη στιγμή να τον ξεχάσει.
Η παναγία τον Χριστό τον είδε σταυρωμένο, μα εκείνη είδε το γιόκα της σε δένδρο κρεμασμένο.
Ω! πόσο κλαίει μα το κλάμα της δεν συγκινεί κανένα, μα αισθάνεται το πόνο της η Παναγιά Παρθένα, που ακούει το μοιρολόγι της και πάει να τη γνωρίσει, λόγια αγάπης να της πει να την παρηγορήσει.
Με ένα χαμόγελο γλυκό του Χριστού η Μητέρα, μάνα της λέει είσαι δυστυχής τι δέρνεσαι εδώ πέρα; Δεν είσαι η μόνη που έχασες το φως των οφθαλμών σου, είμαι και εγώ μην δέρνεσαι, πες μου ποιος είναι ο υιός σου;
Και η μάνα που είναι ένοχη τα μάτια χαμηλώνει και η ερώτηση αυτή τα σπλάχνα της ματώνει.
Σκύβει δειλά και απαντά της λέγει αδερφή μου , Ιούδας ονομάζεται το άμοιρο παιδί μου.
Μόνο μια μάνα μόνο αυτή σε όλο τον κόσμο ξέρει, τι κοφτερό νοιώθω βαθιά στα σπλάχνα μου μαχαίρι.
Στους πέντε δρόμους ρίχτηκα παιδιά μου σα ζητιάνα, ω! που να μην έσωνα ποτέ Θεέ να γίνω μάνα.
Η Παναγιά κατάλαβε το υιό της τον γνωρίζει, μα η μητέρα του Θεού δεν φεύγει δεν βογκίζει, τον δικό της τον καημό ξεχνά την ώρα εκείνη και για την μάνα του κακού τα δάκρυα της χύνει.
Σκύβει και την ασπάζεται χαϊδεύει και τα μαλλιά της και την κρατάει με στοργή σφιχτά στην αγκαλιά της.
Της λέει λόγια τρυφερά και την γλυκοημερώνει, της δίνει θάρρος, δύναμη και πάνω την σηκώνει.
Έλα της λέει άμοιρη πρέπει να ξαποστάσεις, πάμε μαζί στο σπίτι μου τη νύχτα να περάσεις.
Εκεί μαζί και οι δύο μας το πόνο μας το μητρικό να πούμε, να σμίξουμε τα δάκρυα και να προσευχηθούμε.
Αυτά είπε η Δέσποινα στην δύστυχη τη μάνα, τι ευσπλαχνική η Παναγιά και περπατούν αντάμα, η μια στης άλλης το πλευρό σκυφτές, συλλογισμένες, οι δυο μητέρες περπατούν αδερλοαγκαλιασμένες.
Γιατί σήμερα ο Χριστός στον Γολγοθά κρεμάται και έδωσε τέτοια εντολή αλλήλους να αγαπάτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου