Και εκείνοι Τον παρέδωσαν στα χέρια του Πιλάτου,
και ζήταγαν να θανατωθεί
δια σταυρικού θανάτου.
Άρον , άρον σταύρωσον Αυτόν, που μας παιδεύει ,
Λέει πως Είναι βασιλεύς κι εξ ουρανού κατέβει.
Κι ο κόσμος Τον ακολουθεί και πλάι Του βαδίζει,
Λέει πως είναι Υιός Θεού και τη ζωή χαρίζει.
Μα όμως δεν Τον πιστέψανε και όλοι Τον μισούνε
Και θέλουνε εις τον σταυρό κρεμάμενο να Τον δούνε.
Πάντα συναναστρέφεται με τους αμαρτωλούς
Και πάντοτε υποτιμά εμάς τους εκλεκτούς.
Για αυτό δεν Τον αντέχουμε , θέλουμε να πεθάνει,
Γιατί είναι τα λόγια Του βαριά , μας έχει πολύ πικράνει.
Μα ο Πιλάτος έλαβε μεσ’ την ψυχή του φόβο
Και ζήταγε δια τον Ιησού , την απαλλαγή του μόνο.
Γυρίζει βλέπει τον Χριστό , ζητάει απολογία,
Ενώ ο όχλος φώναζε με μίσος και κακία.
Μα ο Κυρίος στεκότανε χωρίς να ανοίξει στόμα,
Γιατί δεν είχε εκπληρωθεί το πάθος Του ακόμα.
‘’Μα δεν γνωρίζεις πως εγώ μπορώ να σε απολύσω;
Και του θανάτου την ποινή να καταργήσω;’’
‘’Εξουσία Πόντιε δε θα έχεις σε Εμένα,
εάν δεν δοθεί από
άνωθεν σ’ εσένα’’
Μπορούσα τον πατέρα Μου να τον παρακαλέσω,
Και εις τα χέρια των αμαρτωλών ουδέποτε να πέσω.
Αλλά για να εκπληρωθούν όλα τα γεγραμμένα,
Αφήνω οι αμαρτίες σας να πέσουν εις Εμένα.
Άκουσα είσαι βασιλεύς , μα σε καταδικάζουν,
Θάνατο ,όλοι, στον σταυρό Μου φωνάζουν.
Εσύ δεν αποκρίνεσαι , το στόμα δεν ανοίγεις,
Τον πόνο και τη λύπη σου μεσ’ την ψυχή σου πνίγεις.
Η βασιλεία Μου δεν είναι του κόσμου τούτου,
Είναι βασιλεία ουράνιου πνεύματος και θείου πλούτου.
Αν εκ του κόσμου
ήτανε οι οπαδοί οι δικοί Μου,
Δεν θα άφηναν να με έχουν κατάδικο οι εχθροί Μου.
Μήπως Ιουδαίος είμαι εγώ; Το κράτος το δικό σου , σε εμένα
σε παρέδωσε,
Ζητά τον θάνατό σου.
Στην κρίση, την μικρότερη θα έχει τιμωρία
Από αυτούς που πράττουνε αυτή την αδικία.
Για να κηρύξω ήρθα Εγώ , περί της αληθείας,
Για να αποφύγει ο άνθρωπος τα τόσας αμαρτίας.
Ποια είναι η αλήθεια Εσύ που ομιλείς;
Κι ανθρώπους σε μετάνοια να έρθουν τους καλείς;
Μα τον Πιλάτο όλα αυτά τον είχανε φοβίσει,
Με κάθε τρόπο τον Κύριο ήθελε ελεύθερο να αφήσει.
Και βγαίνοντας εφώναξε στον μανιασμένο όχλο,
Που έβριζε και φώναζε με μίσος και με στόμφο.
Δεν βρίσκω εις τον άνθρωπο αυτόν καμία κατηγορία,
Θα τον αφήσω ελεύθερο δίχως τιμωρία.
Είχανε τότε δέσμιο , κακούργο αποστάτη,
Τον Βαραββά λεγόμενο , του νόμου παραβάτη.
Εις τον Πιλάτο τον
είχανε εκείνοι παραδώσει,
Με την κατηγορία τους , πως είχε αυτός σκοτώσει.
Αυτόν επαρουσίασε στον όχλο που φωνάζει
Και να απολύσει τον Χριστό από τα δεσμά κοιτάζει.
Κάθε Πάσχα ελευθερώνεται κι ένας φυλακισμένος,
Χαρίζοντάς του την ζωή , από όλα απαλλαγμένος.
Τώρα ποιον θέλετε λοιπόν εγώ να απολύσω;
Ποιον να αφήσω ελεύθερο και ποιον να κρατήσω;
Εγκληματία Βαραββά και κράτους τον εχθρό
ή Ιησού τον Βασιλέα , λεγόμενον Χριστό;
Τον Βαραββά ελεύθερο να αφήσεις σου ζητούμε,
Και θάνατο σταυρωτικό , του Ιησού ποθούμε;
Τον βασιλέα σας θέλετε να σταυρώσω;
Και τον κακούργο Βαραββά να ελευθερώσω;
Μα ο όχλος φώναζε σκληρά χωρίς να σταματήσει…
Σε εμάς και στα τέκνα μας , το αίμα του να χύσει.
Κι ο Πιλάτος βλέποντας πως τίποτα δεν κάνει,
Δεν πιάνουνε τα λόγια του και τον καιρό του χάνει.
Αφού τα χέρια ένιψε για να εξιλεωθεί,
Τον Κύριο παρέδωσα για να σταυρωθεί.