Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Η ΑΓΝΩΜΟΣΥΝΗ


Πέντε παιδιά ανέθρεψες με κόπους και στερήσεις
όργωνες γη και ουρανό τη φαμελιά να ζήσεις.
Πώς άντεξες τα βάσανα, κουράγιο πού το βρήκες;
Μάνα σ΄αδικογέρασαν σκληρή δουλειά και πίκρες.
Τρεις κοπελιές μεγάλωσες και καλοπαντρευτήκαν,
τα δυο αγόρια σπούδασες καθηγητές γινήκαν.
Μάνα θα έρθει η στιγμή ψηλά με το κεφάλι
να περπατάς περήφανη κι οι κόποι σου χαλάλι.
Αυτά είπαν στη μάνα του κι έφυγαν μακριά της,
την ξέχασαν και γέρασε, άσπρισαν τα μαλλιά της.
Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν η μάνα τους τι κάνει,
αν ζει ή αν τη θέρισε του χάρου το δρεπάνι.
Όλα την εγκατέλειψαν φτωχιά κι αρρωστημένη,
όμως, δεν βαρυγκώμισε, το γυρισμό προσμένει.
Ο γραμματέας του χωριού έστειλε σ΄όλους γράμμα
να ΄ρθούνε να κηδέψουνε τη δύστυχη τη μάνα.
Ο ένας είχε διάλεξη που δεν μπορεί ν΄αφήσει,
του άλλου η γυναίκα του έτοιμη να γεννήσει.
Οι κόρες είχανε γιορτή, σπουδαίοι καλεσμένοι
και πώς ν΄αφήσουν όλα αυτά για μάνα πεθαμένη.
Μια χωριανή την κήδεψε απ΄το υστέρημά της,
αφού δεν ήτανε παρών κανένα απ΄τα παιδιά της.
Αφράτο χώμα έριξαν και ξέσπασαν σε κλάμα,
μα απ΄τον τάφο απάντησε μ΄ευχές η δόλια μάνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου